yannisdelta έγραψε:
Δεν είναι και πολύ παράξενο. Σε μια εκδρομή στο Χελμό, που τριγυρνούσε λιτός, απλώς δεν ξαναγύρισε !!!!
Δεν είναι καθόλου παράξενο.
Θα αναρτήσω εδώ ένα απόσπασμα από το ημερολόγιό μου (επεξεργασμένο) για κάτι σχετικό, μια ανάβαση στα Πιέρια το Σεπτέμβρη του 1981:
Φτάσαμε στο Φλάμπουρο, το πατήσαμε και κινήσαμε για την επιστροφή. Μπροστά στα πόδια μας ανοιγόταν η τεράστια έκταση με τα βράχια. Ξαφνικά κάτι περίεργο τράβηξε την προσοχή μας. Κάτι μαύρο, ένας σκούρος όγκος φαινόταν να τρέχει και να σκαρφαλώνει ανάμεσα στα βράχια. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε ούτε τι ήταν αυτό το πράγμα ούτε τι μέγεθος είχε γιατί ήταν μακριά, πολύ μακριά και εμφανίστηκε μόνο φευγαλέα. Κάποια στιγμή το χάσαμε από τα μάτια μας. Δεν είχαμε καιρό για συλλογισμούς και παρόμοιες πολυτέλειες. Έπρεπε να βιαστούμε γιατί πλάκωνε ομίχλη. Δεν θέλαμε να πάθουμε τα ίδια με το Βέρμιο. Η ομίχλη μας κυνηγούσε κατά πόδας. Ταχύναμε το βήμα μας και αρχίσαμε σχεδόν να τρέχουμε. Οι σάκοι είχαν μείνει στη σκηνή, στο καταφύγιο. Φτάσαμε στη δασωμένη πλαγιά την ώρα που η ομίχλη περνούσε πια ανάμεσά μας. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε ολοταχώς με πλάγια πηδηματάκια γιατί η κλίση ήταν μεγάλη. Οι πευκοβελόνες γλιστρούσαν επικίνδυνα και συχνά – πυκνά πέφταμε πάνω σε κορμούς δένδρων.
Σε λίγο βουτήξαμε μέσα στην ομίχλη σαν σε μπαμπάκι. Οι φιγούρες μας περνούσαν ανάμεσα από τα πεύκα σαν φαντάσματα. Χάνονταν και ξαναφαίνονταν σε ένα απόκοσμο τοπίο.
Κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάτι μας ακολουθούσε! Κάτι έτρεχε, κυλούσε στις πευκοβελόνες ακριβώς πίσω μας σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων. Είχα δει το The Thing, είχα διαβάσει Μπαλάνο και Νταίνικεν (must εκείνη την εποχή) και άρχισα να ανησυχώ.
Σταματήσαμε. Πήρα βαθιά ανάσα.
-Τι διάλος είναι αυτός που έρχεται; Ρώτησε ανήσυχος ο Λ.
-Λες να είναι αυτό που είδαμε ανάμεσα στα βράχια; Απάντησα στην ερώτησή του με ερώτηση.
-Δεν την κοπανάμε καλύτερα; πρότεινε χωρίς περιστροφές ο Α.
Τρέξαμε για λίγο ακόμα και το «πράγμα» εξακολουθούσε να έρχεται καταπάνω μας.
Βγήκαμε από το δάσος, κρυφτήκαμε πίσω από δυο τεράστια βράχια και περιμέναμε με κομμένη την ανάσα.
Ο θόρυβος μεγάλωνε και ξαφνικά ένας μικρός μαύρος όγκος βγήκε από την ομίχλη και έπεσε πάνω μας.
-Ένα κυνηγόσκυλο, ψιθύρισε έκπληκτος ο Λ.
Σκούπισα τον ιδρώτα που έτρεχε ποτάμι στο μέτωπό μου, στα μάτια μου.
Βάλαμε τα γέλια.
-Χάθηκε στις κορφές, μας είδε και μας ακολούθησε.
Ήταν πετσί και κόκαλο. Ποιος ξέρει πώς την έβγαζε πάνω στις κορφές.
Ετοιμαστήκαμε για την επιστροφή και πήραμε το δρόμο του γυρισμού με το σκύλο πίσω μας.
Στην πάνω Μηλιά, λίγο πριν από τις στάνες μας εγκατέλειψε.