Γιατί να πάω στη Βοβούσα
Δημοσιεύτηκε: Τρί 11 Δεκ 2012, 15:49
Το τζιπ- θηρίο έφτασε μουγκρίζοντας στη μεγάλη τοξωτή γέφυρα της Βοβούσας., σχεδόν βούτηξε τις ρόδες στα νερά. Ένα νεαρό ζευγάρι κατέβηκε, χάζεψε για λίγο το ποτάμι, έβγαλε κάποιες φωτογραφίες, μπήκε πάλι στο τζιπ και έγινε καπνός μη βρίσκοντας κάτι άλλο στο χωριό που να χει ενδιαφέρον.
«Προσβάλλουν το αγαπημένο σου χωριό», μουρμούρισε προσπαθώντας να κρύψει ένα χαμόγελο ο Σίμος.
Άφησα ήσυχη τη βιντεοκάμερα πάνω στο τραπέζι και γύρισα προς το μέρος του.
Κούνησα αργά το κεφάλι: «Δεν ξέρουν…», απάντησα με νόημα.
Ο Ηλίας σήκωσε τα μάτια από τη γκλίτσα που σκάλιζε : «Είναι αλήθεια; Ζήτησες από τη γυναίκα σου να σε θάψουν εδώ αν τα τινάξεις;.».
Έφτυσα με μανία τον κόρφο μου, να ξορκίσω το κακό..
Έφερα με τη ματιά μου έναν γύρο το χωριό. Τις δυο όχτες, το παλιό γεφύρι, το λόφο με το μικρό σχολειό, το καμπαναριό της εκκλησιάς ψηλά πίσω μας. Αισθάνθηκα μέχρι το κόκαλο τη δροσιά από το ποτάμι.
«Όποιος τόπος έχει νερό είναι βλογημένος», μουρμούρισα.
Γύρισα προς τους φίλους μου.
«Όταν συμβεί αυτό, τότε ναι, εδώ θέλω να ναι.» είπα σοβαρά.
Η γνωριμία με τη Βοβούσα
Το 1982 ούτε την είχα δει ούτε είχα ακούσει πολλά πράγματα γι αυτήν. Ήταν απλά μια τελεία στο χάρτη μας και ο τελικός προορισμός της ομάδας. Mε τα αδέρφια μου το Λ. και τον Κ. βουτήξαμε στα νερά στο Δίστρατο. Μετά από πάλη 3 ημερών βγήκαμε από το ποτάμι κυριολεκτικά μούσκεμα και εξαντλημένοι στα όρια,. Το πρώτο που είδα εκείνο το πρωινό του Αυγούστου να αχνοφαίνεται μέσα στην πρωινή θολούρα ήταν το μεγάλο τοξωτό γεφύρι να στεφανώνει το ποτάμι. Και αναθάρρησα και εντυπωσιάστηκα. Επιτέλους είχαμε φτάσει! Τα νερά του Αώου πεντακάθαρα και άφθονα- δεν είχε έρθει ακόμα η λαίλαπα της ΔΕΗ. Τα σπίτια λιγοστά, σπαρμένα μέσα στο πράσινο, ξεχασμένα, αφημένα. Ένα εδώ- ένα παρακεί. Λιγοστά πρόσωπα γεμάτα περιέργεια στο διάβα μας. Σηκώναμε τα χέρια και χαιρετούσαμε: «Καλημέρα». Τίποτα παραπάνω. Προσπερνούσαμε βραγιές που ξεχείλιζαν πράσινο. Πρόχειροι φράχτες περικύκλωναν βιαστικά σκαμμένους μπαξέδες με μαύρο χώμα. Πού και πού διέκρινα ανάμεσα στις φασολιές κάποιες γυναικείες φιγούρες με μπλε ποδιές να ξεβοτανίζουν, μια να χάνονται, μια να διακρίνονται φευγαλέα. Ένα σκεπτικό πρόσωπο εδώ, ένα μαυρισμένο από τον ήλιο χέρι παραδίπλα να ανεβοκατεβαίνει πάνω στο φρεσκοδουλεμένο χώμα. Πόρτες χωρίς μάνταλα, χωρίς φόβο για ξαφνικούς επισκέπτες. Επισκέπτες; Ποιος θα ερχόταν τότε στη Βoβούσα και γιατί; Κι εμείς περαστικοί, οι άνθρωποι απ’ το ποτάμι. Και ρίξαμε επιπόλαιες ματιές. Μια νεανική κοριτσίστικη ματιά από το καφασωτό δεξιά, ένα βλέμμα μας σε αντιγύρισμα, νέοι και μεις τότε με δίψα για ζωή. Ένα δυνατό γάβγισμα- προειδοποίηση από το όμορφο σπίτι στα δεξιά του δρόμου – μονοπατιού.
«Πού είναι όλοι;» ψιθύρισα στον Κ. δίπλα μου, λες και φοβόμουν να ταράξω την γαλήνη του πρωινού. «Απλά, δεν είναι Θανάση!». «Αυτοί που είδες, αυτοί είναι όλοι κι όλοι». Μου απάντησε.
Στις μεγάλες πλάκες πάνω από το ποτάμι στεγνώσαμε τα ρούχα μας, εκεί δίπλα στο γιοφύρι. Γύρω μας ένα τσούρμο παιδιά που όσο περνούσε η ώρα αβγάταινε. Μεγάλα μάτια γεμάτα απορία, δεκάδες ερωτήσεις, πού να απαντήσεις!
Την πέσαμε στο λιγοστό φαΐ στο καφενείο κάτω από την παλιά ετοιμόρροπη κοινότητα. Και δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Φυσικά και δεν υπήρχε λεωφορείο. "Καλύτερα" ψιθύρισα στο Λ. μισοαστεία μισοσοβαρά!
Ο Νικόλας προσφέρθηκε να μας πετάξει με το φορτηγό μέχρι το Περιβόλι (Γρεβενών). Φτάνοντας, του δώσαμε λίγα χρήματα να πάρει ένα δωράκι στην κορούλα του από το πανηγύρι. Δεν τα δέχτηκε – μας τα «πέταξε στα μούτρα». Αυτός είναι ο Νικόλας, να ‘ναι καλά.
Ποιος να το ‘ξερε τότε ότι η Βωβούσα θα γινόταν αγαπημένο καταφύγιο.
Ο κυρ- Χρήστος ή μια σταγόνα ιστορίας
Μας περίμενε στην ώρα του, σε μια σκοτεινή γωνιά στο ταβερνείο του Ράπτη, ακριβώς πάνω από το ποτάμι, ο κυρ Χρήστος ο τσοπάνος. Ατσαλάκωτος, στο γαλάζιο πουκάμισο και στο φαρδύ μαύρο παντελόνι με την άψογη τσάκιση, που κάποιο αγαπημένο γυναικείο χέρι είχε φροντίσει με περισσή αγάπη ειδικά για την περίσταση.
Οχυρωμένος πίσω από ένα ποτήρι μπύρα, βυθισμένος στις σκέψεις, στις έγνοιες του.
«Πάμε».
Πέταξε ένα κέρμα πάνω στο παλιό χαραγμένο τραπέζι.
Τον ακολουθήσαμε με δυσκολία. Παρά τα 85 χρόνια του βάδιζε σαν νιος και εμείς τα παιδιά της πόλης προσπαθούσαμε αγκομαχώντας να ακολουθήσουμε το ρυθμό του, έναν ρυθμό που μύριζε μαυροπεύκη.
Περάσαμε το μεγάλο τοξωτό γιοφύρι και ανεβήκαμε στο πλάτωμα της εκκλησιάς της Αγίας Παρασκευής.
Μπροστά μας το ρέμα βαβούριζε και τραβούσε κατά το Βορά, φιδογύριζε μέσα στην πρωινή ομίχλη, έπαιρνε τον αιώνιο δρόμο του για το Βρυσοχώρι και την Κόνιτσα. Να ανταμώσει το αδέρφι του το Βοϊδομάτη και να κάνουν μαζί το μακρύ ταξίδι για την αλμύρα.
Ο κυρ Χρήστος εκεί, στη ρίζα του καμπαναριού, έμενε σιωπηλός. Μόνο κοίταζε κάπου στο βάθος μπροστά. Κοίταζε και δεν έβλεπε τις πλαγιές και τα πεύκα. Τα λιβάδια και το ποτάμι. Έβλεπε τις δικές του εικόνες, τα δικά του φαντάσματα, αόρατα για τη δικιά μας κοντή ματιά.
Έκανα να βγάλω λέξη, να ρωτήσω. Ανυπομονούσα να ακούσω. Ο Βασίλης με αγριοκοίταξε και συμμαζεύτηκα.
«Ο Νοέμβρης του 40 ήταν ζόρικος» άρχισε ξαφνικά ο κυρ Χρήστος. «Έβρεχε συνεχώς. Ψιλόβροχο και λάσπη», να τι θυμάμαι! «Μια δικιά μας διλοχία έφτασε στο χωριό μας υποχωρώντας από τα σύνορα. Ο αρχηγός ένας παλίκαρος μέχρι εκεί πάνω. Ξέμειναν σε μας λίγα μερόνυχτα.
Το πρωινό στις 2 Νοέμβρη τους βρήκε εδώ που βλέπετε. Στο πόδι».
Έδειξε την πλαγιά στα αριστερά μας. «Από κει πάνω μέχρι το γεφύρι είχαν πιάσει οι δικοί μας. Τα ντουφέκια, τα πολυβόλα. Εδώ στην εκκλησία ήταν αποθήκη με πυρομαχικά. Έμαθαν πως οι Ιταλοί της Julia είχαν πιάσει το Δίστρατο και κατηφόριζαν για δω».
Όλο το χωριό πήρε τον ανήφορο για το Αβγό. Κι εγώ παιδόπουλο, φορτωμένος με λιγοστά τρόφιμα: μια βούκα ψωμί, λίγο νεράκι. Τίποτα παραπάνω".
Στράφηκε προς τα 'μας. "Μην περιμένετε να σας πω ότι έμεινα στο χωριό ή ότι πολέμησα και σκότωσα δεκάδες ιταλιάνους". Πήρα κι εγώ τα βουνά με τους δικούς μου. Κι έβλεπα από ψηλά το χαλασμό".
Έδειξε απέναντι το χωματόδρομο για το Δίστρατο. «Εκεί φάνηκαν, οι ιταλιάνοι με έναν σκύλο. Οι δικοί μας άρχισαν να ρίχνουν σαν τρελοί. Γέμισε ο τόπος καπνό».
Σταμάτησε να πάρει μιαν ανάσα.
«Το πήραν το χωριό;» ρώτησε ο Βασίλης.
Ο κυρ Χρήστος συνέχιζε να κοιτά κάπου στην απέναντι πλαγιά.
«Την πήραν τη Βοβούσα οι Ιταλοί»; επανέλαβε πιο δυνατά αυτή τη φορά ο Βασίλης.
«Όχι δεν πρόκαναν. Μόνο σε κάτι σπίτια μπήκαν και πήραν κουβέρτες.
Θέλαν να φτάσουν στο Μέτσοβο, να κόψουν τους δικούς μας στα δυο. Μα τους προλάβαμε δώ».
Γύρισε προς τα μένα.
«Έχεις δει ποτέ σκοτωμένο;»
«Όχι» ψέλισσα ξαφνιασμένος και κατέβασα το κεφάλι λες και είχα κάνει κάτι κακό.
Κάθισε αργά στη φαρδιά πεζούλα και άπλωσε τα πόδια μπροστά.
Κοίταξε ψηλά.
«Ήταν ξαπλωμένος σε ένα ρέμα προς το Δίστρατο. Ένας Ιταλιάνος αξιωματικός. Έμοιαζε να κοιμάται. Στην αρχή έτσι νόμιζα, Σκιάχτηκα και δεν πλησίαζα. Ένα παιδί ήμουνα τότε».
Συνεχίζει ο κυρ Χρήστος την αφήγησή του για τον πόλεμο, τις νίκες, την Κατοχή. Και όσο περνάει η ώρα τόσο θεριεύει η φωνή του. Φουσκώνουν οι φλέβες στο λαιμό του, κουνάει πάνω κάτω τα χέρια του. Κι εμείς ταξιδεύουμε μαζί του. Κατηφορίζουμε τις πλαγιές, ιδρώνουμε, κρυβόμαστε, παγώνουμε.
«Προσβάλλουν το αγαπημένο σου χωριό», μουρμούρισε προσπαθώντας να κρύψει ένα χαμόγελο ο Σίμος.
Άφησα ήσυχη τη βιντεοκάμερα πάνω στο τραπέζι και γύρισα προς το μέρος του.
Κούνησα αργά το κεφάλι: «Δεν ξέρουν…», απάντησα με νόημα.
Ο Ηλίας σήκωσε τα μάτια από τη γκλίτσα που σκάλιζε : «Είναι αλήθεια; Ζήτησες από τη γυναίκα σου να σε θάψουν εδώ αν τα τινάξεις;.».
Έφτυσα με μανία τον κόρφο μου, να ξορκίσω το κακό..
Έφερα με τη ματιά μου έναν γύρο το χωριό. Τις δυο όχτες, το παλιό γεφύρι, το λόφο με το μικρό σχολειό, το καμπαναριό της εκκλησιάς ψηλά πίσω μας. Αισθάνθηκα μέχρι το κόκαλο τη δροσιά από το ποτάμι.
«Όποιος τόπος έχει νερό είναι βλογημένος», μουρμούρισα.
Γύρισα προς τους φίλους μου.
«Όταν συμβεί αυτό, τότε ναι, εδώ θέλω να ναι.» είπα σοβαρά.
Η γνωριμία με τη Βοβούσα
Το 1982 ούτε την είχα δει ούτε είχα ακούσει πολλά πράγματα γι αυτήν. Ήταν απλά μια τελεία στο χάρτη μας και ο τελικός προορισμός της ομάδας. Mε τα αδέρφια μου το Λ. και τον Κ. βουτήξαμε στα νερά στο Δίστρατο. Μετά από πάλη 3 ημερών βγήκαμε από το ποτάμι κυριολεκτικά μούσκεμα και εξαντλημένοι στα όρια,. Το πρώτο που είδα εκείνο το πρωινό του Αυγούστου να αχνοφαίνεται μέσα στην πρωινή θολούρα ήταν το μεγάλο τοξωτό γεφύρι να στεφανώνει το ποτάμι. Και αναθάρρησα και εντυπωσιάστηκα. Επιτέλους είχαμε φτάσει! Τα νερά του Αώου πεντακάθαρα και άφθονα- δεν είχε έρθει ακόμα η λαίλαπα της ΔΕΗ. Τα σπίτια λιγοστά, σπαρμένα μέσα στο πράσινο, ξεχασμένα, αφημένα. Ένα εδώ- ένα παρακεί. Λιγοστά πρόσωπα γεμάτα περιέργεια στο διάβα μας. Σηκώναμε τα χέρια και χαιρετούσαμε: «Καλημέρα». Τίποτα παραπάνω. Προσπερνούσαμε βραγιές που ξεχείλιζαν πράσινο. Πρόχειροι φράχτες περικύκλωναν βιαστικά σκαμμένους μπαξέδες με μαύρο χώμα. Πού και πού διέκρινα ανάμεσα στις φασολιές κάποιες γυναικείες φιγούρες με μπλε ποδιές να ξεβοτανίζουν, μια να χάνονται, μια να διακρίνονται φευγαλέα. Ένα σκεπτικό πρόσωπο εδώ, ένα μαυρισμένο από τον ήλιο χέρι παραδίπλα να ανεβοκατεβαίνει πάνω στο φρεσκοδουλεμένο χώμα. Πόρτες χωρίς μάνταλα, χωρίς φόβο για ξαφνικούς επισκέπτες. Επισκέπτες; Ποιος θα ερχόταν τότε στη Βoβούσα και γιατί; Κι εμείς περαστικοί, οι άνθρωποι απ’ το ποτάμι. Και ρίξαμε επιπόλαιες ματιές. Μια νεανική κοριτσίστικη ματιά από το καφασωτό δεξιά, ένα βλέμμα μας σε αντιγύρισμα, νέοι και μεις τότε με δίψα για ζωή. Ένα δυνατό γάβγισμα- προειδοποίηση από το όμορφο σπίτι στα δεξιά του δρόμου – μονοπατιού.
«Πού είναι όλοι;» ψιθύρισα στον Κ. δίπλα μου, λες και φοβόμουν να ταράξω την γαλήνη του πρωινού. «Απλά, δεν είναι Θανάση!». «Αυτοί που είδες, αυτοί είναι όλοι κι όλοι». Μου απάντησε.
Στις μεγάλες πλάκες πάνω από το ποτάμι στεγνώσαμε τα ρούχα μας, εκεί δίπλα στο γιοφύρι. Γύρω μας ένα τσούρμο παιδιά που όσο περνούσε η ώρα αβγάταινε. Μεγάλα μάτια γεμάτα απορία, δεκάδες ερωτήσεις, πού να απαντήσεις!
Την πέσαμε στο λιγοστό φαΐ στο καφενείο κάτω από την παλιά ετοιμόρροπη κοινότητα. Και δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Φυσικά και δεν υπήρχε λεωφορείο. "Καλύτερα" ψιθύρισα στο Λ. μισοαστεία μισοσοβαρά!
Ο Νικόλας προσφέρθηκε να μας πετάξει με το φορτηγό μέχρι το Περιβόλι (Γρεβενών). Φτάνοντας, του δώσαμε λίγα χρήματα να πάρει ένα δωράκι στην κορούλα του από το πανηγύρι. Δεν τα δέχτηκε – μας τα «πέταξε στα μούτρα». Αυτός είναι ο Νικόλας, να ‘ναι καλά.
Ποιος να το ‘ξερε τότε ότι η Βωβούσα θα γινόταν αγαπημένο καταφύγιο.
Ο κυρ- Χρήστος ή μια σταγόνα ιστορίας
Μας περίμενε στην ώρα του, σε μια σκοτεινή γωνιά στο ταβερνείο του Ράπτη, ακριβώς πάνω από το ποτάμι, ο κυρ Χρήστος ο τσοπάνος. Ατσαλάκωτος, στο γαλάζιο πουκάμισο και στο φαρδύ μαύρο παντελόνι με την άψογη τσάκιση, που κάποιο αγαπημένο γυναικείο χέρι είχε φροντίσει με περισσή αγάπη ειδικά για την περίσταση.
Οχυρωμένος πίσω από ένα ποτήρι μπύρα, βυθισμένος στις σκέψεις, στις έγνοιες του.
«Πάμε».
Πέταξε ένα κέρμα πάνω στο παλιό χαραγμένο τραπέζι.
Τον ακολουθήσαμε με δυσκολία. Παρά τα 85 χρόνια του βάδιζε σαν νιος και εμείς τα παιδιά της πόλης προσπαθούσαμε αγκομαχώντας να ακολουθήσουμε το ρυθμό του, έναν ρυθμό που μύριζε μαυροπεύκη.
Περάσαμε το μεγάλο τοξωτό γιοφύρι και ανεβήκαμε στο πλάτωμα της εκκλησιάς της Αγίας Παρασκευής.
Μπροστά μας το ρέμα βαβούριζε και τραβούσε κατά το Βορά, φιδογύριζε μέσα στην πρωινή ομίχλη, έπαιρνε τον αιώνιο δρόμο του για το Βρυσοχώρι και την Κόνιτσα. Να ανταμώσει το αδέρφι του το Βοϊδομάτη και να κάνουν μαζί το μακρύ ταξίδι για την αλμύρα.
Ο κυρ Χρήστος εκεί, στη ρίζα του καμπαναριού, έμενε σιωπηλός. Μόνο κοίταζε κάπου στο βάθος μπροστά. Κοίταζε και δεν έβλεπε τις πλαγιές και τα πεύκα. Τα λιβάδια και το ποτάμι. Έβλεπε τις δικές του εικόνες, τα δικά του φαντάσματα, αόρατα για τη δικιά μας κοντή ματιά.
Έκανα να βγάλω λέξη, να ρωτήσω. Ανυπομονούσα να ακούσω. Ο Βασίλης με αγριοκοίταξε και συμμαζεύτηκα.
«Ο Νοέμβρης του 40 ήταν ζόρικος» άρχισε ξαφνικά ο κυρ Χρήστος. «Έβρεχε συνεχώς. Ψιλόβροχο και λάσπη», να τι θυμάμαι! «Μια δικιά μας διλοχία έφτασε στο χωριό μας υποχωρώντας από τα σύνορα. Ο αρχηγός ένας παλίκαρος μέχρι εκεί πάνω. Ξέμειναν σε μας λίγα μερόνυχτα.
Το πρωινό στις 2 Νοέμβρη τους βρήκε εδώ που βλέπετε. Στο πόδι».
Έδειξε την πλαγιά στα αριστερά μας. «Από κει πάνω μέχρι το γεφύρι είχαν πιάσει οι δικοί μας. Τα ντουφέκια, τα πολυβόλα. Εδώ στην εκκλησία ήταν αποθήκη με πυρομαχικά. Έμαθαν πως οι Ιταλοί της Julia είχαν πιάσει το Δίστρατο και κατηφόριζαν για δω».
Όλο το χωριό πήρε τον ανήφορο για το Αβγό. Κι εγώ παιδόπουλο, φορτωμένος με λιγοστά τρόφιμα: μια βούκα ψωμί, λίγο νεράκι. Τίποτα παραπάνω".
Στράφηκε προς τα 'μας. "Μην περιμένετε να σας πω ότι έμεινα στο χωριό ή ότι πολέμησα και σκότωσα δεκάδες ιταλιάνους". Πήρα κι εγώ τα βουνά με τους δικούς μου. Κι έβλεπα από ψηλά το χαλασμό".
Έδειξε απέναντι το χωματόδρομο για το Δίστρατο. «Εκεί φάνηκαν, οι ιταλιάνοι με έναν σκύλο. Οι δικοί μας άρχισαν να ρίχνουν σαν τρελοί. Γέμισε ο τόπος καπνό».
Σταμάτησε να πάρει μιαν ανάσα.
«Το πήραν το χωριό;» ρώτησε ο Βασίλης.
Ο κυρ Χρήστος συνέχιζε να κοιτά κάπου στην απέναντι πλαγιά.
«Την πήραν τη Βοβούσα οι Ιταλοί»; επανέλαβε πιο δυνατά αυτή τη φορά ο Βασίλης.
«Όχι δεν πρόκαναν. Μόνο σε κάτι σπίτια μπήκαν και πήραν κουβέρτες.
Θέλαν να φτάσουν στο Μέτσοβο, να κόψουν τους δικούς μας στα δυο. Μα τους προλάβαμε δώ».
Γύρισε προς τα μένα.
«Έχεις δει ποτέ σκοτωμένο;»
«Όχι» ψέλισσα ξαφνιασμένος και κατέβασα το κεφάλι λες και είχα κάνει κάτι κακό.
Κάθισε αργά στη φαρδιά πεζούλα και άπλωσε τα πόδια μπροστά.
Κοίταξε ψηλά.
«Ήταν ξαπλωμένος σε ένα ρέμα προς το Δίστρατο. Ένας Ιταλιάνος αξιωματικός. Έμοιαζε να κοιμάται. Στην αρχή έτσι νόμιζα, Σκιάχτηκα και δεν πλησίαζα. Ένα παιδί ήμουνα τότε».
Συνεχίζει ο κυρ Χρήστος την αφήγησή του για τον πόλεμο, τις νίκες, την Κατοχή. Και όσο περνάει η ώρα τόσο θεριεύει η φωνή του. Φουσκώνουν οι φλέβες στο λαιμό του, κουνάει πάνω κάτω τα χέρια του. Κι εμείς ταξιδεύουμε μαζί του. Κατηφορίζουμε τις πλαγιές, ιδρώνουμε, κρυβόμαστε, παγώνουμε.