Καθισμένος σε ένα πεσμένο κορμό ανυπομονούσα. «Πότε επιτέλους θα έρθουν ξέσπασα!». Αισθανόμουν πτώμα και το γόνατό μου πονούσε φριχτά. Άρχισα να βογκώ δυνατά, μέσα στο σκοτάδι. Ξαφνικά άρχισα να γελάω. Τουλάχιστον τώρα που ήμουν ολομόναχος, δεν χρειαζόταν να κρύβω το μαρτύριό μου. Ξανάρχισα τα βογγητά ανάκατα με γέλια. Πριν τέσσερις μέρες ήμασταν πάλι εδώ, στο Μοναστηράκι. Έστρωσα τον ελαστικό επίδεσμο στο γόνατό μου. Τα βλέφαρά μου έκλεισαν για λίγο. Τα άνοιξα πάλι με δυσκολία. Τα Άγραφα είναι καταπληκτικά, μονολόγησα με ειλικρίνεια.
ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ
Το πρωί της πρώτης μέρας μας στα Άγραφα καθόμαστε σε ξύλινους πάγκους έξω από το ερειπωμένο ξύλινο καφενείο του Χρήστου του Μπακογιάννη. Πέντε σπίτια το Μοναστηράκι κι αυτά σκόρπια, χαμένα μέσα στο πράσινο της πλαγιάς. Αυτοί οι οικισμοί μου αρέσουν! Οι απεριποίητοι. Αυτοί που τους σάρωσε ο χρόνος. Σάπιες πόρτες ξεβαμμένες, μισογκρεμισμένοι τοίχοι, χορταριασμένοι κήποι γεμάτοι μυστικά. Ο Λ. πιάνει κουβέντα με τον παππού. Εγώ κι ο Κ. ακούμε.
-Απέναντι! βλέπεις τη σκιά; λέει ο παππούς.
-Πού απέναντι; αναρωτιέται ο Λ.
- Στην απέναντι πλαγιά.
-Α, ναι .
Κοιτώ προσεκτικά, ίσως και να είδα κάτι, ίσως όχι.
-Εκεί είναι η σπηλιά του Κατσιαντώνη, συμπληρώνει ο παππούς.
-Καλά και πώς κρυβόταν αφού ο τόπος είναι γυμνός γύρω, αναρωτιέται ο Κ.
- Δεν σ’κόβει παιδί μου; Απαντά ο γέρος. Τότε η πλαγιά ήταν γιομάτη έλατα. Κάηκαν στη μεγάλη πυρκαγιά.
- Τον προηγούμενο αιώνα, συμπληρώνει γελώντας ένας χωριανός που άκουγε τη συζήτηση. Τότε που ο μπάρμπα- Θόδωρος ήταν 50 χρονών.
Θέλω να γελάσω αλλά συγκρατιέμαι. Οι γέροι είναι παράξενοι.
ΛΙΑΚΟΥΡΑ - ΦΤΕΡΗ
Στη Λιάκουρα ήταν δύσκολα αλλά όλα πήγαν καλά. Στην Φτέρη; Γυμνά φίλε μου, ούτε ένα δενδράκι ούτε στάλα νερό. Από τη Λιάκουρα φαινόταν καθαρά ολόκληρη η διαδρομή που θα ακολουθούσαμε. Τα βουνά στη σειρά θεόρατα. Μόνο πέτρα. Κορφές που τις ένωναν αυχένες με γκρεμούρες και σάρες δεξιά και αριστερά. Κάποιον άλλον σίγουρα θα τον τρόμαζαν. Όμως δεν τρόμαζαν ούτε εμένα ούτε τους φίλους μου. Ήταν μόνο περπάτημα. Σε αφιλόξενο τοπίο βέβαια αλλά μόνο περπάτημα. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Δεν είχαμε ανάγκη. Μάλλον την τελευταία σκέψη μου την είπα δυνατά.
-Τι είπες, μου φώναξε απορημένος ο Κ.
-Δεν έχουμε ανάγκη, επανέλαβα με σιγουριά.
Έβγαλα τη φυσαρμόνικα και έπαιξα μπλουζ μέχρι που πόνεσαν τα μάγουλά μου. Ο Λ. με χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
-Άντε φύγαμε, μου είπε.
Δεν έλεγα να ξεκολλήσω. Το θέαμα ήταν εκπληκτικό. Γυμνά βουνά μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Στα χαμηλά, δάση από έλατα. Κοίταξα την ψιλόλιγνη σιλουέτα του φίλου μου να χάνεται στην κατηφοριά. Τόσα χρόνια στα βουνά και ποτέ δεν μαλώσαμε. Σε χαρές, σε λύπες, σε δυσκολίες, στον τρόμο και στην έκπληξη πάντα μαζί ενωμένοι. Και τώρα και ο Κ. μπολιασμένος με αυτή την αδελφοσύνη. Αισθάνθηκα μια σιγουριά και μια ζεστασιά συγχρόνως. Εδώ στην ερημιά, στις άνυδρες πλαγιές αισθάνεσαι γυμνός και ευάλωτος. Ο χαρακτήρας, οι σκέψεις σου, όλα φαίνονται σαν τα μυαλά σου να κρέμονται έξω από το κεφάλι σου…
Τώρα, κάτω από το Μαναστηράκι, τέσσερις μέρες μετά, μέσα στο σούρουπο σφίγγω τα δόντια από τον πόνο και προσπαθώ να διακρίνω στην ανηφόρα αν έρχονται.
Του έλεγα του Λ. ότι οι υψομετρικές στο χάρτη ήταν πολύ κοντά. η μια με την άλλη. Το έλεγα! Ανοίγω το σάκο και βγάζω το φακό μου και το ημερολόγιό μου. Προσπαθώ να γράψω:
Φτέρη- Πύργος 8.00 μμ
Να πάρει ο διάολος. Το μπατόν κάπου έχει σκαλώσει. Θεέ μου. Στέκομαι κολλημένος στο βράχο σα σαύρα. Δεν μπορώ να κινηθώ. Δεν τολμώ να κοιτάξω κάτω. Τα χέρια μου ιδρώνουν. Λίγο δεξιά- λίγο αριστερά. Ξεπιάστηκε. Βλέπω το πάτημα ένα μέτρο πιο κει. Απλησίαστο. Μικρό, ετοιμοθάνατο, λείο. Και πάνω βράχος. Ίσιος. Ένα πιάσιμο. Ίσα – ίσα για τρία δάχτυλα. Κάτω χάος. Το χάος! Πρέπει να περάσω, να φτάσω στην Φτέρη. Παίρνω την απόφαση. Το αίμα μαζί με αδρεναλίνη κυλά γρήγορα στις φλέβες μου. Με κυριεύει μίσος. Μίσος για το βουνό, μίσος για την πέτρα, μίσος γι αυτό το μικρό αχνό πάτημα απέναντί μου.
Το άλμα. Πατάω γερά, Δεν υποχωρεί. Το χέρι μου γαντζώνεται στη σχισμή. Ας μη σκαλώσει το μπατόν! Ο σάκος με τραβάει προς τα πίσω, στο χάος. Οι αρθρώσεις μου ασπρίζουν. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα τρέχουν στο μέτωπο.
Ίσως έτσι είναι καλύτερα. Εδώ πάνω. Μόνος. Ας πέσω. Στα σκοτεινιασμένα μάτια μου περνούν οικεία πρόσωπα. Βλέπω τον εαυτό μου κομματιασμένο στο βάθος του φαραγγιού.
8.00 μ.μ Καθισμένος στη λεία πέτρα προσπαθώ να ανάψω τσιγάρο, καταπολεμώντας το τρέμουλο των χεριών μου.
Ο Λ. μ’ έστειλε μπροστά να δω αν υπήρχε κατέβασμα. Στη χειρότερη περίπτωση θα κοιμόμασταν εδώ, στην κορφή από κάτω. Θα διαλέγαμε τη δυτική πλευρά που πάντα ήταν πιο ζεστή. Σε λίγο άκουσα γαβγίσματα και στα πόδια μου, στα χαμηλά είδα κοπάδι πρόβατα. Ανακουφισμένος ανακάλυψα πως υπήρχε μονοπάτι που κατέβαινε προς τα χαμηλά. Γύρισα χαρούμενος πίσω στην κορφή.
-Δεν θα μας φάνε τα κοράκια, είπα γελώντας.
-Αύριο ίσως, συμπλήρωσε γελώντας ο Κ.
ΣΤΗ ΣΤΑΝΗ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΡΟΥΝΑ
Μέσα στη στάνη ήταν παράξενα. Ζεστά και φιλόξενα αλλά όλο το περιβάλλον ήταν διαφορετικό απ’ όλα όσα είχαμε δει ως τώρα. Ήταν η πρώτη μας φορά. Να ‘ναι καλά οι άνθρωποι που μας έδωσαν καταφύγιο. Μύριζε βέβαια προβατίλες (τι άλλο βέβαια). Περίμενα ότι ο Λ. θα ήθελε να κοιμηθούμε έξω, αλλά με ανακούφιση είδα πως δεν αντέδρασε. Απλώσαμε τους υπνόσακους και ξαπλώσαμε, πτώματα σωστά, στις μεγάλες σκληρές τάβλες. Μου φάνηκε πως ήμουν βασιλιάς, πως ξάπλωνα σε πούπουλα. Κάπου στη γωνιά έκαιγε το τζάκι. Ένιωσα να ιδρώνω. Ήμουν ξαναμμένος από την ολοήμερη ταλαιπωρία. Το ταβάνι χαμηλό, μόλις χωρούσε έναν όρθιο άνθρωπο. Οι τοίχοι παχιοί από λάσπη και άχυρο. Ο Κ. ξάπλωσε δίπλα μου βογκώντας δυνατά. Βόγκηξα κι εγώ και ένα επιφώνημα πόνου ακούστηκε από την πλευρά του Λ.
Συνήθως πριν κοιμηθούμε συνηθίζαμε να λέμε μερικές κουβεντούλες για κανένα μισάωρο. Τώρα απλά γυρίσαμε ο ένας την πλάτη στον άλλο σαν παντρεμένοι είκοσι χρόνια.
Πριν λίγες ώρες στον Πύργο, ο Κ. πέρασε από τους λαιμούς. Δεν ήταν εύκολο αυτό, καθόλου εύκολο! Πλάτος ένα μέτρο. Δεξιά και αριστερά γκρεμοί τουλάχιστον πενήντα μέτρων. Ήθελε κότσια γι αυτό το πέρασμα. Ο Κ. δεν ήταν ανάγκη να αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Είχε περάσει από το Αώος Beach. Γύρισα και τον χτύπησα απαλά στην πλάτη. Δεν κουνήθηκε. Είχε πέσει ψόφιος. Ο Λ. τον βοήθησε σημαντικά. Ήταν συνεχώς δίπλα του σαν σκύλος- φύλακας. Εγώ πήρα άλλον δρόμο. Πέρασα τους Πύργους από πιο χαμηλά ( τέσσερα- πέντε μέτρα πιο κάτω) και κόντεψα να σκοτωθώ. Δεν είναι ότι δεν ήθελα να βοηθήσω αλλά έχω μια παραξενιά. Κρατάω πάντα απόσταση από τους φίλους μου: Στην πορεία, στην αναρρίχηση, παντού. Πολλές φορές στην πορεία ο Λ. κόβει ταχύτητα για να είμαστε όλοι μαζί κι εγώ ασυναίσθητα κάνω το ίδιο και κρατάω σταθερή την απόσταση. Με βρίζει κι έχει δίκιο. Δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό. Δεν το ελέγχω.
Η μουρμούρα των τσοπάνηδων με νανουρίζει. Τα βλέφαρα κλείνουν βαριά.
Όπως πάντα το πρωί σηκώνομαι τελευταίος. Ακούω φασαρία και φωνές έκπληξης απ’ έξω. Βγαίνω και κοιτάζω κατά κεί που δείχνουν οι τσοπάνηδες.
Ένα ποτάμι σκόνη κατεβαίνει από την Κουρούνα. Η πρώτη μου σκέψη είναι κατολίσθηση. Γρήγορα όμως διακρίνω το Λ. να κατεβαίνει τρέχοντας, την απότομη πλαγιά, χρησιμοποιώντας τα δυο μπατόν σαν να κάνει σκι.
-Ξέχασε το φίλτρο πολώσεως στην κορφή, μου ψιθυρίζει ο Κ.
Μου ‘ρχεται να γελάσω αλλά τελικά μένω να κοιτάω άφωνος μαζί με όλους αυτό το σλάλομ αποκοτιάς. Είναι κάτι που έχει μείνει βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μου.
ΛΕΟΝΤΙΤΟ- ΠΕΤΡΙΛΟ- ΤΡΟΒΑΤΟ
Φεύγοντας από τη στάνη προς το Λεοντίτο συναντήσαμε κάποιο γέροντα βοσκό. Η γυναίκα του μάζευε ρίγανη και κατέβαινε στο χωριό, ώρες μακριά και την πουλούσε για πενταροδεκάρες. Πάμφτωχοι άνθρωποι, στο πουθενά. Φεύγοντας μας τρατάρησε ένα υπέροχο καρβέλι ψωμί και ένα κομμάτι τυρί, από το υστέρημά τους. Θυμάμαι πως δάκρυσα, αλλά και οι φίλοι μου ήταν συγκινημένοι.
Πάλι μείναμε από νερό και ήπιαμε από λασπόνερα με βατράχια. Διασχίσαμε τις βουνοκορφές και περάσαμε από το περιβόητο πέρασμα που όπως μας είχαν πει οι τσοπάνηδες το είχαν περάσει άλογα στη μανία τους να επιβιώσουν. Σκαρφαλώναμε χρησιμοποιώντας χέρια και πόδια. Ο Λ. με ρώτησε αν πιστεύω την ιστορία με τα άλογα. Μου φαινόταν απίθανο. Ζώο χωρίς χέρια δεν θα μπορούσε να περάσει. Κατηφορίζοντας βρήκαμε το δασικό δρόμο σκαμμένο βαθιά, πέρα ως πέρα. Μπήκαμε στην τάφρο απρόθυμα και την ακολουθήσαμε με σπασμένα νεύρα μέχρι το Λεοντίτο (ακόμα βρίζω).
Το Λεοντίτο, το χωριό των δασκάλων. Στην πλατεία τρώμε τον αγλέορα. Φέρνε μας, λέμε στον ταβερνιάρη. Όλα κερασμένα από τον Πρόεδρο.
Ήθελα πολύ να πάω στο Ντεληδήμι, περισσότερο για να ικανοποιήσω το φιλαράκι μου το Λ. Η αφηρημάδα μου τα κανόνισε αλλιώς. «Εφυγα» κάτω πέντε μέτρα. Ένα στραβοπάτημα κι αυτό ήταν. Το χτύπημα στο γόνατό μου, δεν μας άφησε πια πολλές επιλογές.
Στο Πετρίλο μάταια περιμέναμε το Μιλτιάδη να με φορτώσει στο φορτηγάκι, μπας και γλυτώσω λίγο ποδαρόδρομο. Θα μου πείτε ποιος είναι αυτός ο Μιλτιάδης; Ανάθεμα κι αν ξέρω. Ο πρώτος χωρικός που πέρασε από δίπλα μας, όταν τον σταματήσαμε μας είπε ότι σε λίγο θα περάσει ο Μιλτιάδης και θα μας πάει στο Τροβάτο. Όσο εσείς είδατε το Μιλτιάδη άλλο τόσο τον είδα κι εγώ. Ξεκινήσαμε λοιπόν με τα πόδια για Τροβάτο. Μετά από 3 ώρες περίπου ποδαρόδρομο ένοιωθα το πληγωμένο πόδι μου να με σουβλίζει. Φυσικά είχα τον εγωισμό να μην διαμαρτύρομαι- απλά έσφιγγα τα δόντια. Και να! πλησιάζαμε στο Τροβάτο. Ξαφνικά από το πουθενά εμφανίστηκε ένας κουστουμαρισμένος τύπος. Αδύνατος, ψηλός, με σκαρπίνι βουτηγμένο στη σκόνη του χωματόδρομου. Αφού μας περιεργάστηκε σχεδόν ενοχλητικά μας ρώτησε από πού ερχόμαστε. Δεν ικανοποιήθηκε από την απάντησή μας, πίστευε ότι ψάχνουμε για χρυσάφι από τον Εμφύλιο.
-Και πόσο κάνατε από το Πετρίλο ως εδώ, ρώτησε γέρνοντας το σώμα του προς τα πίσω.
- Τέσσερις ώρες περίπου του απάντησα βιαστικά για να προλάβω καμιά πιθανή αντίδραση του Λ, που είχε αρχίσει να χάνει την ψυχραιμία του.
-Εγώ το κάνω σε μισή ώρα, απάντησε.
Απάντησε και χάθηκε. Ειλικρινά χάθηκε. Εξαφανίστηκε.
Κοιταχτήκαμε με απορία και συνεχίσαμε στην κατηφοριά. Τον ονομάσαμε « Το ξωτικό των Αγράφων».
Στο Τροβάτο ο μόνος που προσφέρθηκε να μας πάει παρακάτω μέχρι το σημείο που περνούσαν τα φορτηγά που μετέφεραν ξύλα, ήταν ένας νεαρός με φορτηγάκι. Ζήτησε ένα τεράστιο ποσό- δεν θυμάμαι πόσο. Φτύσαμε κατά γης και αρνηθήκαμε (όχι από τσιγκουνιά βέβαια, απλά επειδή νιώσαμε σιχαμάρα για την απανθρωπιά του, μιας και είδε πως είμαι τραυματίας και σε κακά χάλια)..Να ‘ναι καλά τα φιλαράκια μου. Με βοήθησαν και με χίλια ζόρια κάναμε τη διαδρομή.
ΣΤΑ ΦΟΡΤΗΓΑ
Έχεις δει το μεροκάματο του τρόμου; Αυτοί οι εποχούμενοι ξυλοκόποι ήταν γνήσιοι. Γνήσιοι με όλη τη σημασία της λέξης. Σπάνια χαρακτηρίζω έτσι ανθρώπους –είμαι δύσκολος και ανάποδος. Κι όμως αυτά τα παλικάρια ήταν κάτι διαφορετικό από όσα φανταζόμουν για τους εργάτες του βουνού. Μας πήραν στα σαραβαλιασμένα τους φορτηγά, σαράβαλα κι εμείς από τις πολυήμερες πορείες. Φουλ φορτωμένοι ξύλα σε φοβερές ανηφόρες. Ο ήλιος είχε πάρει το δρόμο του πια προς τη δύση. Το κουβούκλιο τραμπαλιζόταν στις νεροφαγιές του δασικού δρόμου σαν τρελό. Μαζί του κι εμείς. Η μουσική στο διαπασών, σκυλάδικα. Και να! απότομη κλειστή στροφή αριστερά, με μεγάλη κλίση. Το φορτηγό την μισοπαίρνει και σταματάει. Δεν χωράει. Κάνει όπισθεν και κόβει τιμόνι. Φρενάρει και οι πίσω τροχοί σέρνονται στο χώμα. Κοιτάζω ανήσυχος τον οδηγό. Μου χαμογελά και τραγουδά. Πατάει γκάζι, σπινιάρει και ανεβαίνει.
Σχεδόν σούρουπο. Οι κορφές από τα έλατα σε πορτοκαλί φόντο. Τα φορτηγά κατηφορίζουν και μπαίνουν στον Αγραφιώτη. Το ποτάμι μέχρι το γόνατο. Από το μπροστινό φορτηγό ανοίγει η πόρτα και ξεπετιέται ο μπαρμπα-Νότης. Προσγειώνεται μέσα στα νερά, τσαλαβουτάει μέχρι να βρει την ισορροπία του και αρχίζει και τρέχει μέσα την κοίτη του ποταμού . Από πίσω του τα φορτηγά με αναμμένα τα φώτα, σε μια τρελή κούρσα, σηκώνοντας κύματα νερού. Ο μπαρμπα- Νότης σταματά, βάζει το χέρι σε ένα κοίλωμα του βράχου μέσα στο νερό του ποταμιού και αρχίζει και βγάζει ρετσίνες παγωμένες.
Μας αφήνουν κάτω από το Μοναστηράκι.
-Παιδιά θα είμαστε στο καλύβι, δίπλα στο ποτάμι, πριν τη Φραγγίστα.
Φεύγουν τυλίγοντάς μας σε σύννεφα σκόνης.
Επιτέλους φώτα κατηφορίζουν από το Μοναστηράκι. Το Micra εμφανίζεται στη στροφή.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Οδηγώντας το Micra στο χώμα, σε κλειστές στροφές και σε φουρκέτες, φτάνουμε σε ένα πλάτωμα. Σχεδόν νύχτα. Δίπλα στο ποτάμι, ένα πετρόχτιστο. Από την καμινάδα του βγαίνει καπνός. Ο καπνός στο βουνό σε ηρεμεί, σε καθησυχάζει. Υπάρχουν και άλλοι ζωντανοί σ’ αυτή την ερημιά σου ψιθυρίζει. Μπροστά του σταματημένα τα φορτηγά. Μπαίνουμε μέσα. Η ζέστη μας χτυπά στα πρόσωπα. Μέσα οι φορτηγατζήδες. Μεζέδες, μουσική στο διαπασών και ποτό, πολύ ποτό. Δυστυχώς δεν μας βαστούν τα πόδια μας. Θέλω να χορέψω μαζί τους κι ας μην ξέρω χορό. Σαν αποχαιρετιστήριο στα Άγραφα. Όμως δεν γίνεται.
Στο γυρισμό, στην Κακιά Σκάλα Τυμφρηστού δεν αντέχω. Σταματώ στην άκρη του δρόμου και παραδίδω το τιμόνι στον Κ. Βυθίζομαι αγκαλιά με το Λ. στο πίσω κάθισμα, σε έναν βαθύ ύπνο. Βλέπω κορφές, τσοπάνηδες, ποτάμια και ρετσίνες.
Άνθρωποι- Άγραφα 1988
Άνθρωποι- Άγραφα 1988
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος ahiako την Δευ 26 Νοέμ 2012, 00:04, έχει επεξεργασθεί 5 φορές συνολικά.
Re: Άνθρωποι- Άγραφα 1988
πιθανή διαδρομή. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Πάντως αυτή ήταν χονδρικά η πορεία μας.
- Μήτρου Τάκης
- Δημοσιεύσεις: 636
- Εγγραφή: Πέμ 18 Οκτ 2012, 20:08
- Τοποθεσία: Πτολεμαΐδα
Re: Άνθρωποι- Άγραφα 1988
Θανάση, σαν να προκύπτει "παράλληλη πορεία" ή στα Άγραφα ολα είναι ίδια και για τον χρόνο και για τους Ανθρώπους;
Οποίος δεν έφαγε Λιθαρόσουπα στα Άγραφα αχ και να ξερε τι χάνει.
Να έχουμε να θυμόμαστε να έχουμε να ελπίζουμε να έχουμε να παλεύουμε
Να εισαι καλα ρε Θανάση.
Οποίος δεν έφαγε Λιθαρόσουπα στα Άγραφα αχ και να ξερε τι χάνει.
Να έχουμε να θυμόμαστε να έχουμε να ελπίζουμε να έχουμε να παλεύουμε
Να εισαι καλα ρε Θανάση.
Re: Άνθρωποι- Άγραφα 1988
ανήσυχα πνεύματα, ακούραστα κορμιά...
μπράβο θανάση...
μπράβο θανάση...
το γέλιο είναι η λάμψη της ψυχής...
-
- Δημοσιεύσεις: 31
- Εγγραφή: Τετ 17 Οκτ 2012, 14:37
Re: Άνθρωποι- Άγραφα 1988
Ο λαός απαιτεί να γίνει ξεχωριστή ειδική κατηγορία "Ahiako". ΤΕΛΟΣ
Re: Άνθρωποι- Άγραφα 1988
συμφωνώ